Οι Black Sabbath (Μπλακ Σάμπαθ) μαζί με τους Ντιπ Περπλ και τους Λεντ Ζέπελιν είναι τα τρία συγκροτήματα που αποτέλεσαν τους δημιουργούς του Χαρντ Ροκ και Χέβι Μέταλ μουσικού ιδιώματος, ενώ είναι αυτοί, κυρίως, που θεωρούνται το πρώτο Χέβι Μέταλ συγκρότημα. Μέλη της μπάντας είναι ο Όζι Όσμπορν στα φωνητικά, ο Τόνι Ιόμι στην κιθάρα, ο Γκίζερ Μπάτλερ στο μπάσο και ο Μπιλ Βαρντ στα τύμπανα.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε το πρώτο του σινγκλ με τίτλο Evil Woman τον Ιανουάριο του 1970 μέσω της εταιρείας Φοντάνα Ρέκορντς (Fontana Records). Στις 13 Φεβρουαρίου του 1970 κυκλοφορεί το ομώνυμο ντεμπούτο-άλμπουμ του συγκροτήματος (#8 στη Βρετανία, #23 στις Η.Π.Α.) με κλασικά κομμάτια όπως το σκοτεινό ομώνυμο, το The Wizard, το N.I.B. και το The Warning. Οι Μπλακ Σάμπαθ και το άλμπουμ τους, κατακρίθηκαν από τον Τύπο της εποχής ως "σκοτεινή και πολύ θορυβώδης μπάντα". Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, το συγκρότημα επέστρεψε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ του. Το κομμάτι War Pigs θα έδινε αρχικά το όνομα του στο άλμπουμ, όμως η εταιρεία φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή λόγω του πολέμου του Βιετνάμ ζήτησε να πάρει το όνομα Paranoid, από ένα άλλο κομμάτι του δίσκου. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το Paranoid σε μορφή σινγκλ και έφθασε στο #4 των βρετανικών τσαρτς. Ένα μήνα αργότερα κυκλοφορεί και το ομώνυμο άλμπουμ και ανεβαίνει στο #1 στη Βρετανία και το #12 στις Η.Π.Α.. Ο εν λόγω δίσκος είναι, πλέον, εφτά φορές πλατινένιος στη Βρετανία και πέντε φορές στις Η.Π.Α.. Πέραν του κλασικού ομώνυμου τραγουδιού, το Paranoid περιείχε τα Iron Man και War Pigs, θρυλικά στις συνειδήσεις των οπαδών του χέβι μέταλ.
Τον Ιούλιο του 1971 κυκλοφορεί το τρίτο, κατά σειρά άλμπουμ τους, με τίτλο Master of Reality (#5 στη Βρετανία, #8 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που δημιουργούν μεγάλη εντύπωση είναι ο χέβι μέταλ ύμνος Children of the Grave και το After Forever με στίχους που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου και τη ζωή μετά θάνατον. Μετά από μία μεγάλη περιοδεία και ένα καλό διάλειμμα για το συγκρότημα, κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 1972, το Volume 4 (#8 στη Βρετανία, #13 στις Η.Π.Α.), με τα πολύ ντούμ Supernaut, Snowblind (το αρχικό όνομα του άλμπουμ) και Cornucopia.
Τον Νοέμβριο του 1973 κυκλοφορεί το πέμπτο άλμπουμ των Μπλακ Σάμπαθ με τίτλο Sabbath Bloody Sabbath (#4 στη Βρετανία, #11 στις Η.Π.Α.) και είναι το πρώτο που έλαβε θετικές κριτικές από τον Τύπο. Από τον δίσκο ξεχωρίζουν τα A National Acrobat, Sabbra Cadabra και το ομώνυμο κομμάτι. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους, εμφανίστηκαν στο Καλιφόρνια Τζαμ Φέστιβαλ μαζί με τους Ντιπ Περπλ, τους Eagles, τους Μπλακ Όακ Αρκάνσας και άλλους. Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους ξεκίνησαν δουλειά για τον επόμενο δίσκο τους ο οποίος κυκλοφόρησε την 1 Ιουλίου του 1975 με τίτλο Sabotage (#7 στη Βρετανία, #28 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι τα Symptom of the Universe και Megalomania. Την 1 Δεκεμβρίου του 1975 κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή του συγκροτήματος με τίτλο We Sold Our Soul for Rock and Roll (#35 στη Βρετανία, #48 στις Η.Π.Α.). Τον Οκτώβριο του 1976 κυκλοφορεί το Technical Ecstasy (#13 στη Βρετανία, #51 στις Η.Π.Α.) με τα πολύ δυνατά You Won't Change Me και Rock 'n' Roll Doctor. Στην περιοδεία του συγκεκριμένου δίσκου, η οποία ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1976, βοηθητικά συγκροτήματα στους Μπλακ Σάμπαθ ήταν οι Μπόστον και Ted Nugent στις Η.Π.Α. και οι μετέπειτα θρυλικοί AC/DC στην Ευρώπη.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε το πρώτο του σινγκλ με τίτλο Evil Woman τον Ιανουάριο του 1970 μέσω της εταιρείας Φοντάνα Ρέκορντς (Fontana Records). Στις 13 Φεβρουαρίου του 1970 κυκλοφορεί το ομώνυμο ντεμπούτο-άλμπουμ του συγκροτήματος (#8 στη Βρετανία, #23 στις Η.Π.Α.) με κλασικά κομμάτια όπως το σκοτεινό ομώνυμο, το The Wizard, το N.I.B. και το The Warning. Οι Μπλακ Σάμπαθ και το άλμπουμ τους, κατακρίθηκαν από τον Τύπο της εποχής ως "σκοτεινή και πολύ θορυβώδης μπάντα". Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, το συγκρότημα επέστρεψε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ του. Το κομμάτι War Pigs θα έδινε αρχικά το όνομα του στο άλμπουμ, όμως η εταιρεία φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή λόγω του πολέμου του Βιετνάμ ζήτησε να πάρει το όνομα Paranoid, από ένα άλλο κομμάτι του δίσκου. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το Paranoid σε μορφή σινγκλ και έφθασε στο #4 των βρετανικών τσαρτς. Ένα μήνα αργότερα κυκλοφορεί και το ομώνυμο άλμπουμ και ανεβαίνει στο #1 στη Βρετανία και το #12 στις Η.Π.Α.. Ο εν λόγω δίσκος είναι, πλέον, εφτά φορές πλατινένιος στη Βρετανία και πέντε φορές στις Η.Π.Α.. Πέραν του κλασικού ομώνυμου τραγουδιού, το Paranoid περιείχε τα Iron Man και War Pigs, θρυλικά στις συνειδήσεις των οπαδών του χέβι μέταλ.
Τον Ιούλιο του 1971 κυκλοφορεί το τρίτο, κατά σειρά άλμπουμ τους, με τίτλο Master of Reality (#5 στη Βρετανία, #8 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που δημιουργούν μεγάλη εντύπωση είναι ο χέβι μέταλ ύμνος Children of the Grave και το After Forever με στίχους που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου και τη ζωή μετά θάνατον. Μετά από μία μεγάλη περιοδεία και ένα καλό διάλειμμα για το συγκρότημα, κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 1972, το Volume 4 (#8 στη Βρετανία, #13 στις Η.Π.Α.), με τα πολύ ντούμ Supernaut, Snowblind (το αρχικό όνομα του άλμπουμ) και Cornucopia.
Τον Νοέμβριο του 1973 κυκλοφορεί το πέμπτο άλμπουμ των Μπλακ Σάμπαθ με τίτλο Sabbath Bloody Sabbath (#4 στη Βρετανία, #11 στις Η.Π.Α.) και είναι το πρώτο που έλαβε θετικές κριτικές από τον Τύπο. Από τον δίσκο ξεχωρίζουν τα A National Acrobat, Sabbra Cadabra και το ομώνυμο κομμάτι. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους, εμφανίστηκαν στο Καλιφόρνια Τζαμ Φέστιβαλ μαζί με τους Ντιπ Περπλ, τους Eagles, τους Μπλακ Όακ Αρκάνσας και άλλους. Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους ξεκίνησαν δουλειά για τον επόμενο δίσκο τους ο οποίος κυκλοφόρησε την 1 Ιουλίου του 1975 με τίτλο Sabotage (#7 στη Βρετανία, #28 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι τα Symptom of the Universe και Megalomania. Την 1 Δεκεμβρίου του 1975 κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή του συγκροτήματος με τίτλο We Sold Our Soul for Rock and Roll (#35 στη Βρετανία, #48 στις Η.Π.Α.). Τον Οκτώβριο του 1976 κυκλοφορεί το Technical Ecstasy (#13 στη Βρετανία, #51 στις Η.Π.Α.) με τα πολύ δυνατά You Won't Change Me και Rock 'n' Roll Doctor. Στην περιοδεία του συγκεκριμένου δίσκου, η οποία ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1976, βοηθητικά συγκροτήματα στους Μπλακ Σάμπαθ ήταν οι Μπόστον και Ted Nugent στις Η.Π.Α. και οι μετέπειτα θρυλικοί AC/DC στην Ευρώπη.
Τον Οκτώβριο του 1977, ο Όζι Όσμπορν παραιτήθηκε από το συγκρότημα λόγω δύσκολων καταστάσεων που περνούσε στη ζωή του. Οι υπόλοιποι Μπλακ Σάμπαθ αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν με τον Ντέιβ Γουόλκερ των Σάβορι Μπράουν. Τρεις μήνες αργότερα, ο Όζι αποφάσισε να επιστρέψει στο συγκρότημα. Τον Οκτώβριο του 1978, θα κυκλοφορήσουν το μετριότερου άλμπουμ τους στη δεκαετία του '70, το Never Say Die (#12 στη Βρετανία, #69 στις Η.Π.Α.). Το σινγκλ Never Say Die έφτασε στο #21 των βρετανικών τσαρτς, το πρώτο μετά το Paranoid που κατάφερε να μπει στον βρετανικό κατάλογο επιτυχιών. Το 1979, οι Μπλακ Σάμπαθ είχαν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν πλέον να συνυπάρξουν, κυρίως λόγω του υπερβολικού εθισμού του Όζι στα ναρκωτικά. Αποφάσισαν να τον απολύσουν και να προσλάβουν στη θέση του τον πρώην τραγουδιστή των Rainbow, Ρόνι Τζέιμς Ντίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου