Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Ο Ρόμπερτ "Μπομπ" Νέστα Μάρλεϊ OM ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής. Είναι ευρέως ο πιο γνωστός ρέγκε καλλιτέχνης.
Με τραγούδια όπως τα "I Shot the Sheriff", "No Woman, No Cry", "Three Little Birds", "Exodus", "Could You Be Loved", "Jamming", "Redemption Song" και "One Love", η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
Ο Μάρλεϊ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό του Nine Mile, το Saint Ann Parish, στη Τζαμάικα. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένα τζαμαϊκανό διαβατήριο στη συνέχεια θα του αλλάξει το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρονών τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για την φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κάποτε δήλωσε:
Δεν είμαι προκατειλημμένος απέναντι του. Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από την μαύρη και την λευκή.
Ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά του Κίνγκστον, στη Trenchtown, μετά το θάνατο του Norval. Αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζει τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (1.63 μ. ύψος). Κέρδισε τελικά φήμη για τη φυσική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong».
Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville "Bunny" Livingston (αργότερα γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (αργότερα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.
Το 1962, ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα πρώτα του δύο singles, "Judge Not" και "One Cup of Coffee", με έναν τοπικό παραγωγό, Leslie Kong. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν από την εταιρία Beverley με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, ελκύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα ίδια τραγούδια επανακυκλοφόρησαν σε μια μεταθανάτια συλλογή με την δουλειά του Μάρλεϊ, Songs of Freedom.
Ο Dr. Dre (κανονικό όνομα Αντρέ Ρόμελ Γιάνγκ (Andre Romel Young), γενν. στις 18 Φεβρουαρίου 1965) είναι ράπερ και παραγωγός μουσικής. Ο Dr. Dre έκανε τα πρώτα του βήματα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με τους The World Class Wreckin' Crew στο Λος Άντζελες.
Το 1986 γνώρισε τον Ice Cube με τον οποίο έγραφαν κομμάτια για την Ruthless Records του πρώην έμπορου ναρκωτικών, Eazy-E. Την ίδια χρονιά ο Eazy μαζί με τον Dre, τον Ice Cube και τους δυο παραγωγούς MC Ren και DJ Yella δημιούργησαν τους θρυλικούς N.W.A. (Niggaz With Attitude), ένα απ’τα πρώτα gangsta rap συγκροτήματα και πρώτο στη Δυτική Ακτή(West Coast) των ΗΠΑ. Κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ Straight Outta Compton το 1988, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, ωστόσο δέχτηκε σκληρή κριτική από τον τύπο για το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν στα τραγούδια τους. Δέχτηκαν μάλιστα και αυστηρή προειδοποίηση από το F.B.I. Το 1989 από το συγκρότημα αποχωρεί ο Ice Cube που έμεινε δυσαρεστημένος από την οικονομική διαχείριση του σχήματος. Η μουσική πλέον εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον Dre ο οποίος στo επόμενo άλμπουμ "Niggaz 4 life" δημιούργησε ένα βαρύ underground στιλ που χάρισε στους N.W.A την πρωτιά στα charts. Τη στιγμή όμως που οι N.W.A ήταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους, o Dre σκεφτόταν την αποχώρηση, για μια σόλο καριέρα.
Και αυτό έκανε, το 1991 μετακόμισε στη δισκογραφική εταιρία Death Row Records του Suge Knight. Στη συνέχεια το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό δίσκο The Chronic 1992. Δεν ήταν μόνο το ντεμπούτο του καινούριου στυλ στο μουσικό στερέωμα, το G-Funk (gangsta funk) άλλα και γνωριμία με τον πολύ καλό φίλο και συνεργάτη στο μέλλον, τον Snoop Dogg. Το άλμπουμ με το οποίο ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του είναι το The Chronic, με G-Funk ρυθμούς που χαρακτηρίζεται από αργά beats και δυνατή γραμμή μπάσων. Ο Dr. Dre ανέλαβε την παραγωγή όλων των κομματιών του δίσκου. Μεγάλες επιτυχίες από το πρώτο του άλμπουμ θεωρούνται τα Nuthin’ but a G thang, Dre Day και Let me Ride. Ο δίσκος έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα πλατινένιος.
Το 1993 ήρθε η στιγμή ο Dre να δείξει τις ικανότητες του και ως παραγωγός στο πρώτο άλμπουμ του καλού του φίλου Snoop Dogg με τίτλο Doggystyle, το οποίο γνώρισε σημαντική επιτυχία. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια ο καλλιτέχνης από το Κόμπτον(Compton) της Καλιφόρνια ασχολήθηκε πλέον πολύ σοβαρά με τη παραγωγή δίσκων άλλων μουσικών και με τη προώθηση της δικής του πατέντας του G-Funk.
Το 1996 οι σχέσεις του με την Death Row Records χάλασαν. Ο Dre έκανε το μεγάλο βήμα και ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρία, την Aftermath Entertainment, μία από τις μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες εταιρίες στη Δυτική Ακτή, η οποία στο μέλλον στέγασε πολλές προσωπικότητες της Χιπ-Χοπ σκηνής όπως ο Eminem, Busta Rhymes, 50 Cent, The Game και πολλοί άλλοι. Εκεί θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ Dr. Dre presents με ένα πολύ επιτυχημένο κομμάτι (Been There Done That) και τρία χρόνια αργότερα το 1999 το άλμπουμ 2001 με μεγαλύτερες επιτυχίες τα "The Next Episode" και "Still D.R.E." καθώς και αρκετές συνεργασίες, όπως για παράδειγμα με τον George Lucas ο οποίος συνέθεσε την εισαγωγή του άλμπουμ, αλλά και τους Snoop Dogg, X-Zibit, Eminem, Nate Dogg ή Mary J. Blige.
Οι Black Sabbath (Μπλακ Σάμπαθ) μαζί με τους Ντιπ Περπλ και τους Λεντ Ζέπελιν είναι τα τρία συγκροτήματα που αποτέλεσαν τους δημιουργούς του Χαρντ Ροκ και Χέβι Μέταλ μουσικού ιδιώματος, ενώ είναι αυτοί, κυρίως, που θεωρούνται το πρώτο Χέβι Μέταλ συγκρότημα. Μέλη της μπάντας είναι ο Όζι Όσμπορν στα φωνητικά, ο Τόνι Ιόμι στην κιθάρα, ο Γκίζερ Μπάτλερ στο μπάσο και ο Μπιλ Βαρντ στα τύμπανα.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε το πρώτο του σινγκλ με τίτλο Evil Woman τον Ιανουάριο του 1970 μέσω της εταιρείας Φοντάνα Ρέκορντς (Fontana Records). Στις 13 Φεβρουαρίου του 1970 κυκλοφορεί το ομώνυμο ντεμπούτο-άλμπουμ του συγκροτήματος (#8 στη Βρετανία, #23 στις Η.Π.Α.) με κλασικά κομμάτια όπως το σκοτεινό ομώνυμο, το The Wizard, το N.I.B. και το The Warning. Οι Μπλακ Σάμπαθ και το άλμπουμ τους, κατακρίθηκαν από τον Τύπο της εποχής ως "σκοτεινή και πολύ θορυβώδης μπάντα". Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, το συγκρότημα επέστρεψε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ του. Το κομμάτι War Pigs θα έδινε αρχικά το όνομα του στο άλμπουμ, όμως η εταιρεία φοβούμενη την κοινωνική κατακραυγή λόγω του πολέμου του Βιετνάμ ζήτησε να πάρει το όνομα Paranoid, από ένα άλλο κομμάτι του δίσκου. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το Paranoid σε μορφή σινγκλ και έφθασε στο #4 των βρετανικών τσαρτς. Ένα μήνα αργότερα κυκλοφορεί και το ομώνυμο άλμπουμ και ανεβαίνει στο #1 στη Βρετανία και το #12 στις Η.Π.Α.. Ο εν λόγω δίσκος είναι, πλέον, εφτά φορές πλατινένιος στη Βρετανία και πέντε φορές στις Η.Π.Α.. Πέραν του κλασικού ομώνυμου τραγουδιού, το Paranoid περιείχε τα Iron Man και War Pigs, θρυλικά στις συνειδήσεις των οπαδών του χέβι μέταλ.
Τον Ιούλιο του 1971 κυκλοφορεί το τρίτο, κατά σειρά άλμπουμ τους, με τίτλο Master of Reality (#5 στη Βρετανία, #8 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που δημιουργούν μεγάλη εντύπωση είναι ο χέβι μέταλ ύμνος Children of the Grave και το After Forever με στίχους που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου και τη ζωή μετά θάνατον. Μετά από μία μεγάλη περιοδεία και ένα καλό διάλειμμα για το συγκρότημα, κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο του 1972, το Volume 4 (#8 στη Βρετανία, #13 στις Η.Π.Α.), με τα πολύ ντούμ Supernaut, Snowblind (το αρχικό όνομα του άλμπουμ) και Cornucopia.
Τον Νοέμβριο του 1973 κυκλοφορεί το πέμπτο άλμπουμ των Μπλακ Σάμπαθ με τίτλο Sabbath Bloody Sabbath (#4 στη Βρετανία, #11 στις Η.Π.Α.) και είναι το πρώτο που έλαβε θετικές κριτικές από τον Τύπο. Από τον δίσκο ξεχωρίζουν τα A National Acrobat, Sabbra Cadabra και το ομώνυμο κομμάτι. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους, εμφανίστηκαν στο Καλιφόρνια Τζαμ Φέστιβαλ μαζί με τους Ντιπ Περπλ, τους Eagles, τους Μπλακ Όακ Αρκάνσας και άλλους. Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους ξεκίνησαν δουλειά για τον επόμενο δίσκο τους ο οποίος κυκλοφόρησε την 1 Ιουλίου του 1975 με τίτλο Sabotage (#7 στη Βρετανία, #28 στις Η.Π.Α.). Κομμάτια που ξεχωρίζουν είναι τα Symptom of the Universe και Megalomania. Την 1 Δεκεμβρίου του 1975 κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή του συγκροτήματος με τίτλο We Sold Our Soul for Rock and Roll (#35 στη Βρετανία, #48 στις Η.Π.Α.). Τον Οκτώβριο του 1976 κυκλοφορεί το Technical Ecstasy (#13 στη Βρετανία, #51 στις Η.Π.Α.) με τα πολύ δυνατά You Won't Change Me και Rock 'n' Roll Doctor. Στην περιοδεία του συγκεκριμένου δίσκου, η οποία ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1976, βοηθητικά συγκροτήματα στους Μπλακ Σάμπαθ ήταν οι Μπόστον και Ted Nugent στις Η.Π.Α. και οι μετέπειτα θρυλικοί AC/DC στην Ευρώπη.
Τον Οκτώβριο του 1977, ο Όζι Όσμπορν παραιτήθηκε από το συγκρότημα λόγω δύσκολων καταστάσεων που περνούσε στη ζωή του. Οι υπόλοιποι Μπλακ Σάμπαθ αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν με τον Ντέιβ Γουόλκερ των Σάβορι Μπράουν. Τρεις μήνες αργότερα, ο Όζι αποφάσισε να επιστρέψει στο συγκρότημα. Τον Οκτώβριο του 1978, θα κυκλοφορήσουν το μετριότερου άλμπουμ τους στη δεκαετία του '70, το Never Say Die (#12 στη Βρετανία, #69 στις Η.Π.Α.). Το σινγκλ Never Say Die έφτασε στο #21 των βρετανικών τσαρτς, το πρώτο μετά το Paranoid που κατάφερε να μπει στον βρετανικό κατάλογο επιτυχιών. Το 1979, οι Μπλακ Σάμπαθ είχαν φτάσει στο σημείο να μην μπορούν πλέον να συνυπάρξουν, κυρίως λόγω του υπερβολικού εθισμού του Όζι στα ναρκωτικά. Αποφάσισαν να τον απολύσουν και να προσλάβουν στη θέση του τον πρώην τραγουδιστή των Rainbow, Ρόνι Τζέιμς Ντίο.
Οι Led Zeppelin ( Λεντ Ζέπελιν) ήταν Αγγλικό ροκ συγκρότημα, το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή στην ιστορία της μουσικής [1]. Αναδύθηκαν μέσα από τη βρετανική blues σκηνή και αποτελούν την εξέλιξη των Yardbirds.Αρχικά ονομάζονταν New Yardbirds(αλλά για πολύ λίγο) και μετά μετονομάστηκαν σε Led Zeppelin. Αποτελούνταν από τέσσερα μέλη: Τον Τζίμι Πέιτζ (κιθάρα), τον Ρόμπερτ Πλαντ (τραγούδι,φυσαρμόνικα), τον Τζον Πωλ Τζόουνς (μπάσο,πλήκτρα,μαντολινο ) και τον Τζον Μπόναμ (τύμπανα). Θεωρούνται πρωτοπόροι στην δημιουργία νεότερων ειδών μουσικής, όπως το heavy metal και το hard rock(που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του '70 και του '80) και η μουσική τους είχε επιρροές από άλλα είδη, όπως η soul, τα blues και το ροκαμπίλι. Το 1980 και μετά τον τραγικό θάνατο του Τζον Μπόναμ, τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να διαλύσουν το συγκρότημα γιατί δεν ήθελαν να αλλοιωθεί το αρχικό τους σχήμα.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2007 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά έπειτα από 19 χρόνια, σε μοναδική συναυλία [2] στην αρένα Ο2 του Λονδίνου, ενώπιον 20.000 θαυμαστών τους. Ήταν η επίσημα τελευταία τους συναυλία,και στη θέση Μπόναμ έπαιξε ο γιός του

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Denis Jasarevic, γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1984, είναι μια σλοβενική παραγωγός. Denis, πιο γνωστό ως Gramatik, έχει δημιουργήσει τη δική του θέση συνδυάζοντας hip-hop, dubstep, electro και στυλ εφεύρει το δικό του μοναδικό στυλ της ηλεκτρονικής μουσικής. Σήμερα κατοικεί στη Νέα Υόρκη, Gramatik έχει οριστεί για 2 Beatport Music Awards.  

Οι Iron Maiden είναι ένα Χέβι Μέταλ μουσικό συγκρότημα από την Αγγλία. Είναι από τους δημοφιλέστερους εκπροσώπους του Χέβι Μέταλ και ειδικά του New Wave of British Heavy Metal παγκοσμίως για πάνω από 25 χρόνια. Οι πωλήσεις τους ανέρχονται σε πάνω από 85 εκατομμύρια αντίτυπα, αν και ποτέ δεν είχαν στήριξη από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή τον ευρύτερο μουσικό τύπο. Κομμάτια όπως το The Τrooper, Number of the Beast, Fear of the Dark, Run to the Hills και Hallowed be Thy Name αποτελούν ιστορικές στιγμές όχι μόνο για το metal αλλά και γενικά για την rock σκηνή. Στο ενεργητικό τους έχουν πολλές πρωτιές σε εμπορικό επίπεδο αλλά έχουν βραβευτεί πολλές φορές και από κριτικούς αλλά και από το κοινό.
Ο Τζόνι Κας (26 Φεβρουαρίου 1932 - 12 Σεπτεμβρίου 2003) υπήρξε Αμερικάνος τραγουδιστής, στιχουργός, συγγραφέας και ηθοποιός. Το μουσικό του ρεπερτόριο περιλάμβανε κάντρι, γκόσπελ, ροκαμπίλι, μπλουζ, φολκ, ποπ και εναλλακτική κάντρι. Ξεκίνησε την καριέρα του στην δεκαετία του 1950 και παρέμεινε ως το 2000. Έχει γράψει περίπου 500 τραγούδια. Πούλησε πάνω από 53 εκατομμύρια δίσκους και έλαβε 15 Βραβεία Γκράμι.
Γεννήθηκε στο Σιάτλ, στην Ουάσιγκτον, από πατέρα μαύρο και μητέρα Ινδιάνα. Ήταν αυτοδίδακτος και πέθανε νεότατος σε ηλικία 27 ετών.
Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής. Το 1966 μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ (στα κρουστά) και τον Νόελ Ρέντιγκ (στο μπάσο), το φημισμένο συγκρότημά του The Jimi Hendrix Experience που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με επιτυχίες τα τραγούδια "Hey, Joe'", "Purple Haze" και "The Wind Cries Mary'", που είχαν φθάσει στη κορυφή πωλήσεων. Αυτά μέχρι το 1968 όπου το συγκρότημα αυτό διαλύθηκε. Το αμέσως επόμενο χρόνο, 1969, συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys με το οποίο και θριάμβευσε. Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ, στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια αυτοσχεδιαστική διασκευή του Αμερικανικού Εθνικού Ύμνου.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής με συνέπεια και να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.
Βρέθηκε νεκρός στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970 στο ξενοδοχείο Samarkand στο Λονδίνο όπου διέμενε. Αν και ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε αναρρόφηση τροφών, οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του οφείλονταν σε υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών. Ο τελευταίος άνθρωπος που ήταν μαζί του ήταν η Γερμανίδα σύντροφός του Μόνικα Ντάνεμαν.
Οι Pink Floyd είναι ένα βρετανικό μουσικό συγκρότημα που έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ροκ μουσικής. Έχουν ξεχωρίσει τόσο για τις πρωτοποριακές για την εποχή συνθέσεις τους, όσο και για τους νεωτεριστικούς και συγκινησιακά φορτισμένους στίχους τους, τα ευφάνταστα εξώφυλλά τους, τις πειραματικές ενορχηστρώσεις και ηχογραφήσεις και τις θεαματικές συναυλίες τους. Υπολογίζεται ότι το συγκρότημα έχει πουλήσει γύρω στα 74,5 εκ άλμπουμ στις Η.Π.Α. και πάνω από 300 εκατομμύρια άλμπουμ παγκοσμίως και συγκαταλέγεται έτσι στις πιο επιτυχημένες εμπορικά ροκ μπάντες.[1][2]
Μέχρι το τέλος της δεκαετία του '60 οι Pink Floyd έχαιραν μίας σχετικής επιτυχίας, ως ψυχεδελική μπάντα με ηγέτη τον Σιντ Μπάρετ (Syd Barrett). Η ασταθής συμπεριφορά του Barrett -οφειλόμενη σε αλόγιστη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών- ανάγκασε τους υπόλοιπους να τον αντικαταστήσουν με τον κιθαρίστα Ντέιβιντ Γκίλμορ (David Gilmour). Το 1973 το συγκρότημα γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με το δίσκο The Dark Side of the Moon και συνέχισε να απολαμβάνει της αποδοχής του κοινού μέχρι και τη μεγαλύτερη εμπορική τους επιτυχία The Wall. Επίσης, μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό είχαν και τα άλμπουμ Wish You Were Here (1975), το οποίο ήταν απόλυτα αφιερωμένο στον ιδρυτή του συγκροτήματος Σιντ Μπάρετ, αλλά και το Animals (1977). Το 1985 (λίγο μετά τον δίσκο The Final Cut) ο μπασίστας και τραγουδιστής του γκρουπ Ρότζερ Γουότερς (Roger Waters) αποχώρησε από το συγκρότημα και κυνήγησε δικαστικά τους υπόλοιπους όταν αυτοί συνέχισαν τους δίσκους και τις συναυλίες διατηρώντας το όνομα Pink Floyd. Τελικά επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός, ο οποίος τους επέτρεψε χρήση του ονόματος και των περισσοτέρων τραγουδιών. Το 1987 οι Pink Floyd, χωρίς τον Waters πλέον, δηλαδή οι Γκίλμορ, Μέισον και Ράιτ, επιστρέφουν δισκογραφικά με τον δίσκο A Momentary Lapse Of Reason , και αρχίζουν περιοδείες παγκοσμίως που είχαν πραγματικά σημαντική αποδοχή από τον κοινό τους. Το δισκογραφικά κύκνειο άσμα του συγκροτήματος έρχεται το 1994 με το The Division Bell,δίσκος που γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και τραγουδήθηκε μεταξύ άλλων στην μετέπειτα σειρά περιοδειών η οποία είχε ως αποτέλεσμα και την μαγνητοσκόπηση ενός μουσικού DVD, με τίτλο Pulse από τις συναυλίες που έδωσε το συγκρότημα στο Ερλς Κόρτ (Earls Court) του Λονδίνου το 1994.
Έντεκα χρόνια μετά, το συγκρότημα επανενώθηκε (δηλαδή επέστρεψε προσωρινά ο Γουότερς) στη μεγαλύτερη σε όγκο συναυλία των Pink Floyd που έγινε στο Λονδίνο στις 2 Ιουλίου 2005 (London Live 8 concert). Σε συνέντευξη του στις 2 Φεβρουαρίου του 2006 στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica, ο Γκίλμορ δήλωσε ότι το γκρουπ δεν θα ξανακυκλοφορήσει νέο υλικό παρόλο που ορισμένοι από τα μέλη του σκοπεύουν να ακολουθήσουν σόλο πορεία ή ακόμα και να συνεργαστούν μεταξύ τους σε επόμενες δουλειές τους. Από τότε ο Ρότζερ Γουότερς (συνήθως μαζί με τον Νικ Μέισον) και ο Ντέιβιντ Γκίλμορ (με τον Ρίτσαρντ Ράιτ) περιοδεύουν ξεχωριστά παίζοντας τραγούδια από την προσωπική τους δισκογραφία, αλλά κυρίως επανεκτελώντας τα ιστορικά τραγούδια που δημιούργησαν ως συγκρότημα. Η πιθανότητα άλλης επανένωσης δεν είχε αποκλειστεί ούτε από τον Μέισον ούτε τον Γκίλμορ, ωστόσο κάτι τέτοιο κατέστη αμφίβολο με τον θάνατο του Ράιτ από καρκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Ντέιβιντ Μπόουι (1947-) είναι δημοφιλής Βρετανός μουσικός και παραγωγός της ροκ και σημαντικός εκπρόσωπος της μουσική του 20ού αιώνα.
David Bowie, τoυ οποίου το πραγματικό όνομά  είναι David Robert Jones, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 8 Ιανουαρίου 1947. Επομένως, εστίασε τη μάθηση του για 16 χρόνια σε ένα δίπλωμα για ξυλουργικές εργασίες. Ωστόσο, όταν τελείωσε το σχολείο, γρήγορα εγκαταλείπει τον τομέα να εργαστεί ως ανδρείκελο και μαθαίνει μουσική. Έχει ένα συγκεκριμένο ταλέντο του saxophonist και ήταν μισθωμένο από πολλές ομάδες που καταγράφεται μόνο μια δωδεκάδα.  Το 1969 κυκλοφόρισε το album "Space Oddity", το οποίο ανταποκρίνεται σε μια πραγματική επιτυχία με τον τίτλο φάρος που έδωσε το όνομα στο άλμπουμ. Provocateur, ντυνόταν ως γυναίκα, έπαιρνε ναρκωτικά, παραδέχτηκε την αμφιφυλοφιλία. Την καριέρα του έμπειρου DAVID, και έφθασε στην κορυφή με τον Ziggy Stardust το 73. Το άλμπουμ ακολουθήσαν ένα απίστευτο ρυθμό και παράλληλα,με την βοήθεια του David παράγονται πολλοί άλλοί καλλιτέχνες (Lou Reed, Iggy Pop).
Ο 80χρονος Ντέιβιντ δεν περιορίζεται μόνο ροκ και περιστρέφεται σε λίγες ταινίες «Η Πείνα» με την Catherine Deneuve, "Καλά Χριστούγεννα κ. Λόρενς" και ούτω καθεξής. Το 1983 η μοίρα άλμπουμ "Ας Dance", το οποίο αναβίωσε η bowiemania αλλά τελικά δεν είναι η θέση του δημιουργού. David διασχίζει τα 80 χρόνια ως μια αργή κάθοδο στην κόλαση του αστέρα του συστήματος και χάνουν την εργασία σε ένα κακής ποιότητας μέχρι το 1993 και η κυκλοφορία του "Μαύρη γραβάτα White Noise" και ιδιαίτερα "Έξω" το 1995. Δεδομένου ότι πήγε περιοδείες και άλμπουμ διατηρώντας ταυτόχρονα μια κάποια συνοχή στην ποιότητα της εργασίας του και μπορεί να επαίρεται πάνω από 60 χρόνια να γίνει μια αναφορά μουσικό κόσμο. Το 2004, μετά τα προβλήματα υγείας, θα διακοπεί την περιοδεία μετά την επιστροφή του στο στούντιο είναι να περιμένουμε, και εκτός από λίγες μετοχές με άλλους τραγουδιστές του άλμπουμ δεν έχει ανακοινωθεί maëstro άλμπουμ